Ελλάδα - Επιστήμες

Ελλάδα - Επιστήμες
ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή της στην αρχαιότητα: η πρώτη πραγματική επιστήμη στην ιστορία, η γεωμετρία, εμφανίστηκε στις ιωνικές αποικίες τον 6ο αι. π.Χ. και έφτασε στην κορύφωσή της κατά τα ελληνιστικά χρόνια. Φυσικά, μια τέτοια εξέλιξη δεν έλαβε χώρα εν κενώ. Οι ρίζες της μπορούν να αναζητηθούν στην τεχνολογία και την εμπειρική γνώση παλαιότερων εποχών και, φυσικά, στους μεγάλους πολιτισμούς της απώτερης αρχαιότητας, τoν Αιγυπτιακό και το Μεσοποταμιακό. Στον ελλαδικό χώρο, η συσσώρευση και η συστηματοποίηση πρακτικών γνώσεων σε μεταβιβαζόμενες από γενιά σε γενιά τεχνικές είχαν ξεκινήσει από τα νεολιθικά χρόνια. Για παράδειγμα, τα νεολιθικά αγγεία έχουν πίσω τους τη γνώση του αγγειοπλάστη για τα είδη του πηλού, τους χρόνους και τον τρόπο ψησίματος (πολλή ή λίγη φωτιά, ανοιχτός ή κλειστός φούρνος κ.λπ.). Την Εποχή του Χαλκού, όπως λέει και το όνομά της, έγινε δυνατή η επεξεργασία των μετάλλων, κυρίως του χαλκού και των κραμάτων του, ιδίως του μπρούντζου (κράμα χαλκού και κασσίτερου). Από αυτό το γεγονός συνάγεται η γνώση στοιχείων γεωλογίας, αφού ήταν απαραίτητη η αναγνώριση των μεταλλευματοφόρων περιοχών πριν την εξόρυξη μεταλλεύματος. Τα μεταλλεύματα από τους συνήθως μακρινούς τόπους παραγωγής έρχονταν στα τοπικά εργαστήρια, όπου χυτεύονταν κράματα με αρκετά σταθερές αναλογίες συστατικών. Η συστηματοποίηση των προδιαγραφών χύτευσης και κρατερώματος υπαγορεύτηκε από τη διαρκώς αυξανόμενη ανάγκη για κατασκευή όπλων σε μεγάλους αριθμούς. Η δομή της μυκηναϊκής κοινωνίας και οι ανάγκες της κεντρικής διοίκησης επιτάχυναν τις εξελίξεις στην τεχνολογία. Τα αποτελέσματα της κεντρικής οργάνωσης της εργασίας στη βελτίωση των τεχνικών είναι εμφανή στα μεγάλα οικοδομικά έργα. Τα Κυκλώπεια τείχη των μυκηναϊκών ακροπόλεων, οι θολωτοί τάφοι και οι οδογέφυρες προϋποθέτουν, εκτός από μεθοδική οργάνωση της εργασίας, και άριστη τεχνογνωσία. Μερικοί από τους ογκόλιθους που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτά τα έργα ζυγίζουν αρκετά περισσότερο από 20 τόνους, ενώ υπάρχει το υπέρθυρο του «Θησαυρού του Ατρέα», βάρους 120 τόνων. Όμως, η κυριότερη τεχνική πρόοδος που ενσωματώνουν τα έργα αυτά είναι η χρήση του θόλου (και του τόξου, όπως στις «σύριγγες» της Τίρυνθας) ως δομικού αρχιτεκτονικού στοιχείου. Οι αρχιτέκτονες και οι τεχνίτες είχαν βαθιά γνώση της μεθόδου και της ακρίβειας που απαιτεί: ο θολωτός Θησαυρός του Ατρέα στέκει ακόμα όρθιος ύστερα από τρεις χιλιάδες και πλέον χρόνια. Το μέγιστο τεχνικό έργο της εποχής ήταν αγροτικό: η αποστράγγιση της Κωπαΐδας, έργο που πραγματοποιήθηκε πιθανόν υπό την ηγεσία της γειτονικής πόλης του Ορχομενού, το 14ο αι. π.Χ. Η Κωπαΐδα, μια χαμηλή πεδινή λεκάνη έκτασης περίπου 200 τ.χλμ., ήταν αβαθής λίμνη. Μια σειρά αναχώματα υψώθηκαν γύρω από την πεδιάδα και κοντά στους πρόποδες των βουνών που την περικλείουν. Έτσι δημιουργήθηκε ουσιαστικά μια διώρυγα μήκους περίπου 43 χλμ. περιμετρικά της πεδιάδας, μεταξύ των βουνών και των αναχωμάτων. Η διώρυγα οδηγούσε τα νερά των χειμάρρων, που πλημμύριζαν την πεδιάδα στο βορειοανατολικό της άκρο, σε φυσικές καταβόθρες οι οποίες υπάρχουν εκεί και καταλήγουν στον Ευβοϊκό κόλπο, κοντά στη Λάρυμνα. Επειδή αυτές οι καταβόθρες δεν επαρκούσαν για την πλήρη αποστράγγιση, κατασκευάστηκε και μια καμπύλη σήραγγα σκαμμένη στο βράχο, με μήκος 2.230 μ. Το εντυπωσιακό στη σήραγγα είναι ότι ο αρχιτέκτονάς της είχε προϋπολογίσει τις υψομετρικές διαφορές μεταξύ της αρχής και του τέλους της: η κλίση της σήραγγας είναι σταθερή, περίπου 11 εκ. ανά μέτρο ή 1.15%. Στο διάστημα που ακολούθησε τη Μυκηναϊκή εποχή και για αρκετά χρόνια, η σημαντικότερη τεχνολογική καινοτομία ήταν η ευρύτερη εισαγωγή του σιδήρου, κατά πολύ σκληρότερου από το χαλκό, για την κατασκευή όπλων. Μέχρι τότε ο σίδηρος ήταν γνωστός, αλλά λόγω της δυσκολίας στη χύτευση (λόγω των πολύ μεγαλύτερων θερμοκρασιών που απαιτούνται) ήταν ένα σπάνιο και πολύτιμο μέταλλο. Να σημειωθεί ότι ενώ τα κατασκευασμένα κατά τη διάρκεια της αρχαιότητας αντικείμενα από σίδηρο είναι σε γενικές γραμμές χαμηλής ποιότητας, παρουσιάζοντας εγκλείσματα και σκωρίες, αντίθετα τα χάλκινα και μπρούντζινα αντικείμενα είναι πολύ υψηλής ποιότητας και αυστηρών προδιαγραφών. Στην ύστερη αρχαιότητα, όταν άρχισε να χρησιμοποιείται ευρύτερα και ο ορείχαλκος, δηλαδή το κράμα χαλκού και ψευδαργύρου, παρόμοια ποιότητα παρατηρήθηκε και σε αυτόν. Σε θεωρητικό επίπεδο, ο 6ος αι. στάθηκε εκείνη η στιγμή της ιστορίας που είδε για πρώτη φορά τη γένεση της επιστήμης. Το κριτικό πνεύμα και ο πλούτος στα ιωνικά παράλια της Μικράς Ασίας (σε αντιδιαστολή με τα ανατολικά δεσποτικά καθεστώτα και την ένδεια των ελλαδικών ηπειρωτικών περιοχών) επέτρεψαν τη γένεση των πρώτων μορφών επιστήμης και φιλοσοφίας στις πόλεις-κράτη των περιοχών αυτών. Η κατάκτηση των ιωνικών παραλίων από τους Πέρσες, η άνοδος του βιοτικού επιπέδου στην ελλαδική επικράτεια, λόγω του εμπορίου, και η διάδοση των επιτευγμάτων των Ιώνων σοφών μετέφεραν στην αμέσως επόμενη περίοδο (5ος-4ος αι.) το κέντρο της αναζήτησης από την Ιωνία στην κυρίως Ελλάδα και την Κάτω Ιταλία. Η περίοδος από τον 6ο έως τον 4ο αι. είναι η εποχή των Προσωκρατικών φιλοσόφων. Βασική συνεισφορά των Προσωκρατικών φιλοσόφων της ιωνικής σχολής (του Θαλή του Μιλήσιου, του συμπολίτη του, Αναξιμάνδρου, και του μαθητή του τελευταίου, Αναξιμένη, καθώς και άλλων) ήταν η συνειδητή προσπάθεια απελευθέρωσης της σκέψης από τη μαγεία και η εξήγηση των φυσικών φαινομένων με βάση, όχι τις βουλήσεις των θεών, αλλά φυσικά αίτια και μόνο. Η αναζήτησή τους είχε κυρίως να κάνει με τις πρώτες αρχές, την προέλευση του κόσμου. Για τον Θαλή, για παράδειγμα, αρχή των πάντων είναι το νερό, ενώ για τον Αναξιμένη ο αέρας. Όσο και αν οι εξηγήσεις αυτές είναι απλοϊκές με σημερινά δεδομένα, παρ’ όλα αυτά δείχνουν ακριβώς την αποδέσμευση από το υπερφυσικό, την αρχή δηλαδή της επιστήμης και ειδικά της φυσικής. Επιπλέον, με βάση την αποδέσμευση αυτή, οι πρώτοι σοφοί, στηριγμένοι σε παρατηρήσεις χιλιάδων ετών που είχαν γίνει στην Αίγυπτο και κυρίως στη Μεσοποταμία, άρχισαν να κατασκευάζουν κοσμολογικά μοντέλα τα οποία δεν έβλεπαν στον έναστρο ουρανό κάποια θεότητα, αλλά απρόσωπους φυσικούς μηχανισμούς. Εξίσου σημαντική ήταν και η τάση γενίκευσης –η εξήγηση όχι μόνο ενός συγκεκριμένου φαινομένου, αλλά μιας κλάσης ισοδύναμων ως προς τις αρχές τους φαινομένων ή αντικειμένων–, τάση που θα πρέπει να αποδοθεί στον Θαλή, ο οποίος υπό αυτή την έννοια ήταν ο θεμελιωτής των μαθηματικών. Η παράδοση αποδίδει στον Θαλή την απόδειξη πέντε απλών προτάσεων της γεωμετρίας –για παράδειγμα: «σε ισοσκελές τρίγωνο, οι προσκείμενες στη βάση γωνίες είναι ίσες μεταξύ τους»– η αξία των οποίων είναι περισσότερο η ανάγκη για λογική θεμελίωση αφηρημένων αρχών, θεωρημάτων, παρά οι ίδιες οι προτάσεις. Η ιδέα αυτή και η γενίκευση που συνεπάγεται οδηγούν με φυσικό τρόπο στη δημιουργία των μαθηματικών ως επιστήμης. Ο Βαβυλώνιος γεωμέτρης (ήταν πιθανότατα και αγρονόμος) ήδη το 13ο αι. π.Χ. ήξερε και μπορούσε να δείξει ότι εάν ένα ορθογώνιο τρίγωνο έχει κάθετες πλευρές μήκους 3 και 4, τότε η υποτείνουσά του θα έχει μήκος 5, αλλά δεν ήξερε να αποδείξει ότι αυτό είναι αποτέλεσμα της γενικότερης αρχής, που ισχύει για κάθε ορθογώνιο τρίγωνο και είναι γνωστή ως Πυθαγόρειο θεώρημα. Ο Πυθαγόρας ο Σάμιος έζησε και έδρασε στην Κάτω Ιταλία, όπου ίδρυσε την ομώνυμη σχολή. Οι Πυθαγόρειοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των μαθηματικών. Η εικόνα που έχουμε για τη συνεισφορά τους είναι βέβαια ασαφής, αλλά φαίνεται ότι πρώτοι αυτοί διατύπωσαν μια σειρά από αρχές της αριθμοθεωρίας (άρτιοι και περιττοί, ρητοί αριθμοί, διαιρετότητα και πιθανώς ανακάλυψη των ασύμμετρων ή άρρητων αριθμών) και της γεωμετρίας (για το άθροισμα των γωνιών ενός τριγώνου, την τεχνική της παραβολής των χωρίων κ.ά.), ενώ η αρχική τους ενασχόληση με την αρμονία και τους τρόπους με τους οποίους ταλαντώνεται μια χορδή, παράγοντας ήχο, τους οδήγησε παραδόξως και στην προσπάθεια ποσοτικοποίησης των φυσικών φαινομένων, μια αρχή της σύγχρονης επιστήμης. Επιπλέον, σύμφωνα με την παράδοση, ο Πυθαγόρειος Αρχύτας χώρισε τα μαθηματικά σε τέσσερα μέρη: αριθμητική, γεωμετρία, μουσική και αστρονομία – το τετραόδιον, διαίρεση που έμελλε να αποτελέσει τη σχολική ύλη μέχρι την Αναγέννηση. Οι Προσωκρατικοί ασχολήθηκαν επίσης με το πρόβλημα της κίνησης και της αλλαγής στη φύση, πρόβλημα που τέθηκε μεν με φιλοσοφικούς και όχι φυσικούς όρους, αλλά το οποίο είναι ένα από τα θεμελιώδη αντικείμενα της φυσικής. Και αν οι Ελεάτες της Κάτω Ιταλίας, κυρίως ο Παρμενίδης και ο Ζήνων, υποστήριξαν την ουσιαστική ανυπαρξία της κίνησης και τη μη δυνατότητα γνώσης, ο Ηράκλειτος υποστήριξε αντιθέτως ότι δεν υπάρχει ακινησία («τα πάντα ρει»), ενώ ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος είπαν ότι η ύλη αποτελείται από άτομα. Μέχρι το τέλος της Αρχαϊκής εποχής, τα μαθηματικά (με τη μορφή της γεωμετρίας) είχαν επί της ουσίας θεμελιωθεί ως καθαρή και ανεξάρτητη επιστήμη. Οι γεωμέτρες του 5ου αι. π.Χ. έθεταν πλέον τα προβλήματά τους ξεκινώντας από τα αξιώματα της θεωρίας και παράγοντας από αυτά, με αυστηρό και καθορισμένο τρόπο, «με κανόνα και διαβήτη», προτάσεις (θεωρήματα). Την ίδια περίοδο είχαν διατυπωθεί και τα περιβόητα τρία άλυτα προβλήματα της αρχαιότητας, ο τετραγωνισμός του κύκλου, ο διπλασιασμός του κύβου και η τριχοτόμηση γωνίας, και είχαν προταθεί μερικές από τις λύσεις τους, όπως ο διπλασιασμός του κύβου από τον Αρχύτα. Ο Ιπποκράτης ο Χίος είχε συγγράψει, ήδη τον 5ο αι., τα πρώτα Στοιχεία γεωμετρίας (έργο χαμένο σήμερα), ενώ αξιοσημείωτη είναι η παραγωγή από τον Ιππία τον Ηλείο της «τετραγωνίζουσας», μιας καμπύλης που δεν μπορεί να κατασκευαστεί με κανόνα και διαβήτη και η οποία αργότερα χρησιμοποιήθηκε για τον τετραγωνισμό κύκλου και την τριχοτόμηση γωνίας. Την ίδια εποχή έγιναν, όπως παραδίδεται, οι πρώτες ερωτήσεις σχετικές με απειροστικό λογισμό από τον Δημόκριτο, που ήταν και μεγάλος γεωμέτρης. Αυτές οι πρόοδοι στη θεωρία δεν έμειναν χωρίς συνέχεια στις εφαρμοσμένες επιστήμες. Ίσως το σπουδαιότερο τεχνικό έργο της εποχής να ήταν το «Ευπαλίνειο όρυγμα», μια σήραγγα υδροδότησης της πόλης της Σάμου, κατασκευασμένη περί το 530 π.Χ., έργο του Ευπαλίνου από τα Μέγαρα. Το έργο, μήκους 1.035 μέτρων, είναι τεράστιας τεχνικής δυσκολίας. Η οριζόντια και ευθύγραμμη σήραγγα διαπερνά ένα βουνό και κατασκευάστηκε «αμφίστομη», δηλαδή και από τις δύο πλευρές ταυτόχρονα. Σε αντίθεση με τις σήραγγες ή τις στοές που είχαν ήδη κατασκευαστεί έως τότε (για παράδειγμα, στην Κωπαΐδα ή στα μεταλλεία του Λαυρίου), δεν υπάρχουν κατακόρυφα φρεάτια από την επιφάνεια του βουνού μέχρι τη σήραγγα, αλλά τα μόνα ανοίγματα είναι η είσοδος και η έξοδος, οι οποίες φυσικά δεν έχουν οπτική επαφή μεταξύ τους, γεγονός που πολλαπλασιάζει τη δυσκολία. Η εξάλειψη των μαγικο-θρησκευτικών στοιχείων από την έρευνα των φαινομένων είχε και τα αντίστοιχα αποτελέσματα στην ιατρική. Στο τέλος της Αρχαϊκής εποχής, στις ιατρικές σχολές της Κνίδου και της Κω έγιναν τα πρώτα βήματα προς μια ορθολογιστική αντιμετώπιση των ασθενειών. Κορυφαίος γιατρός της εποχής ήταν ο Ιπποκράτης ο Κείος, που πρώτος είδε το ανθρώπινο σώμα, όχι αποτελούμενο από τα χωριστά μεταξύ τους μέλη του, αλλά ως συνολικό οργανισμό και δέχτηκε μόνο φυσικά αίτια για την εξήγηση των ασθενειών. Επίσης, ως διαγνωστική μέθοδο επέβαλε την επισκόπηση, την ψηλάφηση και την ακρόαση, δηλαδή την παρατήρηση του ασθενούς. Αμέσως μετά την εποχή των Προσωκρατικών, το κέντρο πνευματικής δημιουργίας μεταφέρθηκε στην κλασική Αθήνα των Σοφιστών, της Πλατωνικής Ακαδημίας και της αριστοτελικής Περιπατητικής σχολής. Η συμβολή του Πλάτωνα στις επιστήμες, εκτός από το γεγονός ότι συγκέντρωσε στην Ακαδημία τους μεγαλύτερους γεωμέτρες της εποχής (για παράδειγμα, τον Θεαίτητο και τον Εύδοξο), ήταν η πίστη στην αφηρημένη και μαθηματική δομή του κόσμου και επομένως, με σημερινό λεξιλόγιο, η πίστη ότι τα μαθηματικά προηγούνται της φυσικής. Βέβαια, για τον Πλάτωνα, η φυσική πραγματικότητα είναι απλώς μια ατελής σκιά του πραγματικού κόσμου των ιδεών. Επομένως, όπως αναφέρεται στην Πολιτεία, είναι παράλογη, για παράδειγμα, η προσπάθειά μας να καθορίσουμε με βάση την εμπειρία και με μαθηματικό τρόπο τις κινήσεις των άστρων, αφού αυτά δεν είναι παρά ατελή είδωλα των πραγματικών ιδεατών αντικειμένων. Ο Εύδοξος, παρ’ όλα αυτά, αν και μαθητής του Πλάτωνα, εισήγαγε πρώτος ένα γεωμετρικό μοντέλο για την εξήγηση της κίνησης του ήλιου και των πλανητών, το οποίο βελτίωσαν αργότερα ο Κάλιππος και ο Αριστοτέλης. Ο Αριστοτέλης, που ήταν μαθητής του Πλάτωνα, εκτός από φιλόσοφος, ήταν η μεγαλύτερη αυθεντία στην παγκόσμια ιστορία της επιστήμης. Χωρίς βέβαια να ευθύνεται ο ίδιος, για περισσότερα από 1.800 χρόνια μετά το θάνατό του, τα γραπτά του καθόριζαν το σωστό και το λάθος (μερικές φορές επί ποινή θανάτου, όπως ανακάλυψε ο Γαλιλέος). Πάντως, αυτό δεν συνέβη τόσο εξαιτίας της πνευματικής πενίας των εποχών που ακολούθησαν, όσο λόγω της συστηματικής εξήγησης που προσέφερε σε σχεδόν όλους τους τομείς του επιστητού. Πράγματι, η συνεισφορά του Σταγειρίτη στις επιστήμες είναι απαράμιλλη. Καταρχάς, αν και ο ίδιος δεν έκανε κάποια μεγάλη μαθηματική ανακάλυψη, συστηματοποίησε για πρώτη φορά το μαθηματικό παραγωγικό συλλογισμό (αυτό που ονομάζουμε αριστοτελική λογική) και επομένως έδωσε τη λογική θεμελίωση των μεθόδων που θα χρησιμοποιούσαν εφεξής οι μαθηματικοί. Επιπλέον, άρχισε να συστηματοποιεί τις βασικές αρχές και των εμπειρικών (επαγωγικών) θετικών επιστημών, δηλαδή της φυσικής, της γεωλογίας και της βιολογίας στο τεράστιο σε έκταση σχετικό έργο του, το οποίο συνέχισαν οι μαθητές και διάδοχοί του στη σχολή, ο Θεόφραστος, ο Στράτων και ο Λύκων. Η βασική παραδοχή του, ότι σκοπός της φυσικής είναι η εύρεση των αιτιών των φαινομένων, απομακρύνεται από την πλατωνική θέση περί πρωταρχικότητας των αριθμών· η αντίθεση μεταξύ αυτών των θέσεων, για το αν δηλαδή η φύση είναι μαθηματική (Πλάτων) ή αν τα μαθηματικά είναι μια χρήσιμη προσέγγιση για την κατανόηση της φύσης (Αριστοτέλης), ηχεί παράδοξα σύγχρονη. Τεράστιο ήταν το έργο των Αριστοτελικών στην κατάταξη των ειδών φυτών, ζώων και πετρωμάτων, κατάταξη που ίσχυε εν πολλοίς μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Είναι πιθανό ότι ο Αριστοτέλης και οι μαθητές του χρησιμοποίησαν και την ανατομία για τις έρευνές τους. Συχνά του καταλογίζεται ότι έκανε λάθη τα οποία στοίχισαν στις επόμενες γενιές. Οι θεωρίες του για τη φύση της κίνησης και της ύλης, την ανατομία ανθρώπων και ζώων, το γαιοκεντρικό κοσμολογικό πρότυπο κ.ά., είναι σίγουρα λάθος με σημερινά δεδομένα. Όμως, πέρα από το ότι ήταν και αυτός άνθρωπος της εποχής του και επομένως δεν μπορούσε να εξηγήσει τα φαινόμενα με όρους της επιστήμης του 19ου ή του 20ού αιώνα, θα πρέπει να τονιστεί ότι έθεσε με σαφή και πειστικό τρόπο τα περισσότερα από τα ερωτήματα που χαρακτηρίζουν όλες τις σύγχρονες επιστήμες. Η ανάπτυξη των μαθηματικών και των επιστημών εν γένει στην Κλασική εποχή δεν έμεινε χωρίς αντίστοιχη ανάπτυξη των πρακτικών επιστημών και της τεχνολογίας. Η αρχιτεκτονική έγινε όλο και πιο «μαθηματική», με τον προσεκτικό σχεδιασμό των αναλογιών των κτηρίων τόσο στο σύνολό τους, όσο και στα μέρη τους, γεγονός στο οποίο οφείλεται και μεγάλο μέρος της γοητείας τους. Η μεταλλουργία έφτασε σε ανάπτυξη άνευ προηγουμένου· στα μεταλλεία αργύρου της Αθήνας, στο Λαύριο, δεν ξέρει κανείς ποια τεχνολογική εφαρμογή να αναφέρει πρώτη: την ίδια την περίπλοκη κατασκευή των στοών, τα πλυντήρια του μεταλλεύματος με ικανότητα εμπλουτισμού, η οποία ξεπεράστηκε μόλις το 19ο αι., ή την ικανότητα των Αθηναίων για σταθερότητα στο κρατέρωμα και τυποποίηση των προδιαγραφών. Αξιόλογη ήταν η πρόοδος στη ναυπηγική (η τριήρης είναι ένα θαυμαστό σκαρί εξαιρετικής πολεμικής δεινότητας) και στα οικοδομικά κονιάματα διάφορων τύπων, που φαίνεται ότι ξεπεράστηκαν μόνο από τους Ρωμαίους. Η Κλασική ήταν η εποχή κατά την οποία τέθηκαν τα επιστημονικά θέματα· η Ελληνιστική ήταν η εποχή κατά την οποία αναπτύχθηκαν και έφτασαν στην ακμή τους. Χαρακτηριστικό των παραπάνω είναι το εμβληματικό της εποχής έργο, η «Στοιχείωσις» (τα Στοιχεία, όπως τα ονομάζουμε πλέον) του Ευκλείδη, η οριστική έκτοτε επιτομή της κλασικής γεωμετρίας. Μικρό μέρος του έργου ήταν πρωτότυπο· τα περισσότερα από τα θέματά του είχαν αναπτυχθεί κατά τα αμέσως προηγούμενα χρόνια. Η συνεισφορά του Ευκλείδη είναι η εκ νέου διατύπωση πολλών αποδείξεων, αλλά κυρίως η συλλογή και μορφοποίηση του υλικού με τρόπο αξιωματικό, δηλαδή εντελώς σύγχρονο. Ο Αρχιμήδης πάλι, περισσότερο ίσως και από δεινός μαθηματικός, ήταν φυσικός και μηχανικός. Η θρυλική έξοδός του από την μπανιέρα («Εύρηκα!») συμπυκνώνει ακριβώς αυτό το είδος της συστηματοποίησης με μαθηματικούς όρους της εμπειρίας και του πειράματος, η οποία πολύ αργότερα θεμελίωσε τη φυσική. Η αρχή του Αρχιμήδη είναι ένας άψογα διατυπωμένος νόμος της φύσης με μετρήσιμες συνέπειες, που διδάσκεται και σήμερα απαράλλαχτος. Στον «Ψαμμίτη», έργο αριθμοθεωρίας του Αρχιμήδη, υπάρχει και η κυριότερη αναφορά στο πρώτο ηλιοκεντρικό σύστημα της ιστορίας, αυτό του Αρίσταρχου του Σάμιου, που έμεινε στην αφάνεια μέχρι τον Κοπέρνικο. Η αστρονομία, που σε όλη την αρχαιότητα συνέχισε βέβαια να βάζει τη γη στο κέντρο του σύμπαντος, στα ελληνιστικά χρόνια έφτασε στην οριστική της, μέχρι τον Κοπέρνικο, μορφή. Οι μετρήσεις πολύ μεγάλης ακρίβειας, η επικοινωνία με τα μεσοποταμιακά κέντρα παρατηρήσεων και η μεγάλη πρόοδος στη μεταλλογνωσία (άρα και την κατασκευή οργάνων) είχαν ως αποτέλεσμα τη δυνατότητα ακριβέστατων παρατηρήσεων και προβλέψεων, τον υπολογισμό της ανισότητας των εποχών, των ανωμαλιών της φαινόμενης κίνησης των πλανητών, της μετάπτωσης των ισημεριών και την κατάρτιση καταλόγου 850 απλανών αστέρων από τον Ίππαρχο (ο Πτολεμαίος, το 2ο αι. μ.Χ., ανέβασε τον αριθμό τους σε 1.028) κ.ά. Πάντως, θα πρέπει να σημειωθεί ως δείγμα αντιφατικότητας της εποχής ότι η αυστηρή αστρονομία ήταν αδελφή της αστρολογίας, η οποία μάλιστα πήρε ακριβώς τη σημερινή της μορφή στην Αλεξάνδρεια. Η πρόοδος στην κατασκευή μηχανισμών ήταν μεγάλη, είτε επρόκειτο για πολεμικές μηχανές (σαν εκείνες τις τρομερές, στις οποίες οφείλει τη φήμη του ο Δημήτριος ο Πολιορκητής) είτε όχι, όπως ο αστρολάβος του Ιππάρχου, το υδραυλικό ρολόι, η αντλία και η ύδραυλις (μουσικό όργανο) του Κτησίβιου και ο διάσημος μηχανισμός των Αντικυθήρων, ο οποίος αναπαριστούσε τις κινήσεις των ουράνιων σωμάτων. Σε αυτό τον τελευταίο, μάλλον η κατασκευαστική δεινότητα είναι πιο εντυπωσιακή από τις γνώσεις αστρονομίας που ενσωματώνει: η ακρίβεια των γραναζιών του μηχανισμού, αν και είναι δύσκολο να υπολογιστεί λόγω της φθοράς, τεκμαίρεται πάντως πάρα πολύ μεγάλη. Τέλος, οι πιο διάσημοι γιατροί των ελληνιστικών χρόνων είναι ο Ηρόφιλος και ο Ερασίστρατος, που έζησαν στην Αλεξάνδρεια. Ο πρώτος είναι βέβαιο ότι χρησιμοποίησε ανατομία και ανακάλυψε τα νεύρα, αναγνώρισε τον εγκέφαλο ως κέντρο της νόησης (ο Αριστοτέλης αυτό το έθετε στην καρδιά) και μελέτησε λεπτομερώς το μάτι και το πεπτικό σύστημα. Ο Ερασίστρατος διέκρινε αρτηρίες και φλέβες, αλλά υποστήριξε ότι στις πρώτες κυκλοφορεί αέρας και όχι αίμα. Σε αντίθεση με τον Ηρόφιλο, για την αποκατάσταση της υγείας συνιστούσε περισσότερο τη σωστή δίαιτα, παρά τη χορήγηση φαρμάκων. Είναι σαφές ότι πολλά από τα στοιχεία επιστήμης και τεχνολογίας των Ελλήνων στηρίχτηκαν σε ανακαλύψεις των μεγάλων ανατολικών πολιτισμών. Όμως, αν οι Αιγύπτιοι και οι Βαβυλώνιοι ενδιαφέρονταν για την επίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων που τις περισσότερες φορές προέκυπταν άμεσα από την καθημερινή ζωή (τον τρόπο να χωρίσουν ένα χωράφι σε ίσα μέρη, να υπολογίσουν τον όγκο εμπορευμάτων κ.ο.κ.), οι Έλληνες μελέτησαν για πρώτη φορά τις γενικές ιδιότητες και σχέσεις των φαινομένων και των αντικειμένων. Έτσι θεμελίωσαν τα μαθηματικά ως επιστήμη, ενώ έως τότε ήταν απλώς μια συλλογή αριθμητικών υπολογισμών, χρήσιμη για την επίλυση συγκεκριμένων βιοτικών αναγκών ή γρίφος, διασκέδαση της στιγμής. Τα Στοιχεία μπορούν να διαβαστούν από το σημερινό μαθηματικό, ο οποίος θα κάνει ίσως κάποιες παρατηρήσεις για δευτερεύουσες παραλείψεις ή ανεπάρκειες του κειμένου, στηριγμένος όμως σε ακριβώς αυτή τη μέθοδο που χρησιμοποίησε και ο ίδιος ο Ευκλείδης, αποδεικνύοντας έτσι τη μεθοδολογική επάρκεια των μαθηματικών του 3ου αι. π.Χ. Επιπλέον, οι Έλληνες έδωσαν τις αρχές στις οποίες στηρίζονται και οι επαγωγικές θετικές επιστήμες (φυσική, βιολογία, γεωλογία). Στην πραγματικότητα, το βήμα που χωρίζει την αρχαία επιστήμη και τεχνολογία από τη νεότερη επιστήμη, η οποία θεμελιώθηκε από τον Γαλιλέο, δεν φαίνεται τόσο μεγάλο στο σημερινό παρατηρητή. Γιατί χρειάστηκε να περάσουν χιλιετίες για να γίνει αυτό το «μικρό» βήμα; Για να ξαναγυρίσουμε στον Αριστοτέλη, αυτός πρώτος διατύπωσε ρητά την αυτονόητη σήμερα αρχή πως η επιστήμη μπορεί να παρέχει τις εξηγήσεις των φαινομένων ανατρέχοντας στα αίτιά τους. Όμως, αν και με βάση την αρχή αυτή συστηματικά κατέταξε τα φυσικά και, ακόμα περισσότερο, τα βιολογικά φαινόμενα, δεν έδωσε σε αυτές τις περιοχές εξηγήσεις που να στέκουν σήμερα· το στοιχειώδες γεγονός, για να πούμε ξανά το πιο γνωστό, ότι όλα τα σώματα πέφτουν με την ίδια επιτάχυνση, το ανακάλυψε ο Γαλιλέος με μέσα όχι πολύ ανώτερα από εκείνα που διέθεταν οι αρχαίοι Έλληνες, οι οποίοι όμως πίστευαν ότι τα βαρύτερα σώματα πέφτουν ταχύτερα. Στον τομέα της τεχνολογίας, η βασική έλλειψη των αρχαίων Ελλήνων ήταν η δημιουργία πραγματικών κινητήρων, μηχανών παραγωγής έργου. Ξέρουμε ότι γνώριζαν τους υδρόμυλους. Επιπλέον, ήξεραν και τις αρχές της ατμομηχανής, όπως δείχνει ο ατμοστρόβιλος του Ήρωνα του Αλεξανδρέα, που όμως ήταν μόνο ένα περίεργο παιχνίδι. Οι αρχαίες μηχανές, όπως οι γερανοί, οι τροχαλίες και οι αντλίες, τις οποίες διέθεταν και χρησιμοποιούσαν με μεγάλη αποτελεσματικότητα, είχαν πάντα ως κινητήρια δύναμη τα ανθρώπινα χέρια. Ίσως η ελληνική τεχνολογία δεν έκανε ποτέ το τελικό βήμα που τη διαφοροποιεί από τη νεότερη μορφή της, δέσμια του ότι η εργασία ήταν κατ’ αρχήν, στη βάση της, εργασία δούλων. Ο σκοπός δεν ήταν να αντικαταστήσει τα ανθρώπινα χέρια με μηχανές: αυτό θα ανέτρεπε το κοινωνικό οικοδόμημα. Σε θεωρητικό επίπεδο, για τους αρχαίους Έλληνες σκοπός της επιστήμης ήταν η ανάδειξη των διαφορετικών κατ’ ουσίαν ιδιοτήτων των σωμάτων. Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι το σύμπαν αποτελείται από τα τέσσερα στοιχεία και περικλείεται από τη σφαίρα των ουράνιων σωμάτων, φτιαγμένη από την πεμπτουσία, ένα πέμπτο άφθαρτο στοιχείο. Φυσική κίνηση του αέρα και της φωτιάς είναι, έλεγε, προς τα πάνω, του νερού και της γης προς τα κάτω. Αντίστοιχα, φυσική θέση του ελεύθερου ανθρώπου ήταν να διατάζει και του δούλου να υπακούει. Η πεμπτουσία θεωρούνταν από τη φύση της ανώτερη, όπως αντίστοιχα οι ελεύθεροι άνθρωποι ήταν ανώτεροι των δούλων. Αντιθέτως, για τον Γαλιλέο τα σώματα ήταν ποιοτικά ίδια και σκοπός του ήταν η ποσοτικοποίηση της κίνησης αυτών των ίδιων μεταξύ τους σωμάτων. Οι Έλληνες σοφοί είχαν σκοπό να εξηγήσουν τον κόσμο. Το να δημιουργήσουν τη σύγχρονη επιστήμη θα σήμαινε ότι θα έπρεπε πρώτα να τον αλλάξουν. Φυσικά, αυτές οι τελευταίες παρατηρήσεις καθόλου δεν μειώνουν τη θεμελιώδη συνεισφορά των Ελλήνων στην πρόοδο του πολιτισμού. Eπίσταμαι σημαίνει γνωρίζω καλά· όσον αφορά την επιστήμη, οι Έλληνες έδωσαν το όνομα και –κυρίως– τους κανόνες του παιχνιδιού. Επιστήμη Ελληνιστικών χρόνων Την εποχή εκείνη, η επιστήμη γνωρίζει ιδιαίτερη άνθηση και για το λόγο αυτό δημοσιεύονται πλήθος επιστημονικά έργα. Η ύπαρξη του Μουσείου και της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας τροφοδοτεί τη φιλολογία και ιδιαίτερα στους τομείς της παράδοσης των κειμένων, της ιστορίας της λογοτεχνίας και της κριτικής. Διευθυντές της βιβλιοθήκης υπήρξαν ο Ζηνόδοτος, ο Απολλώνιος ο Ρόδιος, ο Ερατοσθένης, ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος και ο Αρίσταρχος, οι οποίοι εξέδωσαν και υπομνημάτισαν σημαντικό μέρος της προγενέστερης γραμματείας. Άλλοι συγγραφείς ασχολήθηκαν με τη γραμματική (Διονύσιος ο Θραξ). Στη φιλολογική παραγωγή της εποχής βασίστηκε και το τεράστιο έργο του Διδύμου, ο οποίος συνέταξε σύμφωνα με την παράδοση περί τους 3.500 τόμους, συγκεντρώνοντας το σύνολο της αλεξανδρινής ερμηνευτικής εργασίας. Στον τομέα των μαθηματικών, ο Ευκλείδης έγραψε τα περίφημα Στοιχεία (δεκατρία βιβλία), ενώ σώζονται ακόμα τα Δεδομένα και τα Οπτικά. Κορυφαίος μαθηματικός υπήρξε ο Αρχιμήδης ο Συρακούσιος του οποίου σώζονται πολλά έργα (π.χ. Ψαμμίτης, Περί κωνοειδέων και σφαιροειδέων κ.λπ). Μαθηματικό έργο είναι και τα Κωνικά του Απολλώνιου από την Πέργη της Παμφυλίας. Στο έργο Αστρολογία, ο Αρίσταρχος από τη Σάμο αναφέρθηκε στο ηλιοκεντρικό σύστημα, άποψη η οποία δεν μπόρεσε να επιβληθεί. Σώζεται μόνο το «Περί μεγεθών και αποστημάτων Ηλίου και Σελήνης». Ο Ίππαρχος από τη Νίκαια έκανε αξιόλογες ανακαλύψεις για τη θέση και την κίνηση των άστρων. Σώζεται μόνο ένα έργο του πολεμικής στον Άρατο, «Των Αράτου και Ευδόξου φαινομένων εξήγησις». Μεγάλη πρόοδο σημείωσε και η γεωγραφία, με την οποία ασχολήθηκε ο Ερατοσθένης, ο θεμελιωτής της μαθηματικής γεωγραφίας. Ιδιαίτερα άλματα σημειώθηκαν στη μηχανική και την ιατρική, αλλά είναι πολλά τα επιστημονικά έργα που έχουν χαθεί. Άξια αναφοράς είναι επίσης τα ψευδοπυθαγόρεια κείμενα, αλλά και η ιουδαιοελληνιστική γραμματεία. Τα πρώτα είναι κείμενα επιστημονικά, που σχετίζονται με την παράδοση του Πυθαγόρα και από τα οποία ορισμένα έχουν διασωθεί. Η ιουδαιοελληνιστική γραμματεία είναι το δημιούργημα των αναγκών του ιουδαϊκού στοιχείου της Αλεξάνδρειας. Για χάρη τους μεταφράζονται οι γραφές στα ελληνικά και έτσι γεννιέται η μετάφραση των «Εβδομήκοντα». Αργότερα, η Βίβλος επαυξάνεται με έργα γραμμένα στα ελληνικά. Στο τέλος της Ελληνιστικής εποχής, ο Φίλων ο Ιουδαίος γράφει στα ελληνικά αρκετές πραγματείες που εκθέτουν την ιουδαϊκή πίστη. ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΣΤΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ Είναι γνωστό ότι η σπουδαία λόγια παράδοση της τελευταίας περιόδου της τουρκοκρατίας (1700-1821), η συνεισφορά της οποίας υπήρξε σημαντική στην καλλιέργεια και των θετικών επιστημών, διακόπηκε κατά τη διάρκεια των αγώνων για την εθνική ανεξαρτησία ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, καθώς άλλες προτεραιότητες απασχολούσαν τον ελληνισμό της εποχής. Επομένως, μετά την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους έπρεπε να δημιουργηθούν νέοι θεσμοί, που θα προωθούσαν την επιστημονική ανάπτυξη. Σημείο αφετηρίας και βασικός άξονας αυτής της προσπάθειας μπορεί να θεωρηθεί το Πανεπιστήμιο Αθηνών, που εγκαινιάστηκε στις 3 Μαΐου 1837, στην οικία Κλεάνθους στην Πλάκα. Επρόκειται για μια στιγμή που επηρέασε την εξέλιξη της επιστημονικής σκέψης στην Ελλάδα, καθώς ουσιαστικά σηματοδότησε τη μετάβαση από την ατομική επιστημονική δράση των λογίων της προεπαναστατικής περιόδου στη θεσμοθετημένη και κρατικά επιχορηγούμενη επιστήμη του 19ου αιώνα. Το ιδεολογικό περίγραμμα της ίδρυσης του εν Αθήναις Πανεπιστημίου μπορεί να συνοψιστεί στην αντίληψη ότι η επιστημονική δραστηριότητα στην Ελλάδα του 19ου αιώνα αποτελεί σημαντική συνιστώσα της εθνικής ανάπτυξης. Το Πανεπιστήμιο Αθηνών όμως φιλοδοξούσε να επεκτείνει την ακτινοβολία του και πέραν του ελληνικού χώρου. Εθεωρείτο ότι είχε χρέος, την εποχή ακριβώς που αναδύονταν οι εθνικισμοί, να αποτελέσει το φάρο μιας διεθνικιστικής αντίληψης για την επιστήμη, και για το λόγο αυτό υπήρξε η επιδίωξη να αναχθεί σε ίδρυμα υπερτοπικό και υπερεθνικό, που θα κάλυπτε όλο το χώρο της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η φιλοδοξία αυτή όμως, για πολιτικούς κυρίως λόγους, έμεινε τελικά ανεκπλήρωτη. Είναι αυτονόητο ότι σε ένα ανώτατο πνευματικό ίδρυμα που μόλις αρχίζει να λειτουργεί η προτεραιότητα δίνεται στις λεγόμενες θεωρητικές επιστήμες καθώς η λειτουργία των σχετικών σχολών και τμημάτων απαιτεί σαφώς μικρότερη υποδομή από εκείνη των θετικών επιστημών. Από τη λογική αυτή δεν ξέφυγε και το ελληνικό Πανεπιστήμιο, όπου οι φυσικομαθηματικές επιστήμες αποτελούσαν υποσύνολο, και μάλιστα μικρό, της Φιλοσοφικής. Όμως σχετικά σύντομα αυτό το σχήμα αποδείχθηκε αναποτελεσματικό και διεκδικήθηκε η αυτονόμηση της Φυσικομαθηματικής Σχολής, που τελικά μέσα από αγώνες και παλινδρομήσεις επιτεύχθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα. Πρώτος καθηγητής φυσικής διετέλεσε ο Δημήτριος Στρούμπoς (1808-1890). Υπήρξε πτυχιούχος των Φυσικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Γενεύης και της Πολυτεχνικής Σχολής στο Παρίσι. Παρά τις πολύ καλές –για την εποχή του– σπουδές στο εξωτερικό, μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα ο Στρούμπος επικέντρωσε την προσοχή του κυρίως στη διδασκαλία και λιγότερο στην παραγωγή πρωτότυπης επιστημονικής γνώσης. Ως σημαντικότερη συνεισφορά του μπορεί να θεωρηθεί η συστηματική προμήθεια επιστημονικών οργάνων, κυρίως με αγορά από τη Γαλλία, όργανα τα οποία αποτέλεσαν τον πυρήνα των μελλοντικών εργαστηρίων φυσικής. Ο Στρούμπος απεβίωσε το 1890, τη χρονιά που εγκαινιάστηκε το Νέο Χημείο, στο οποίο μεταφέρθηκε και η συλλογή των οργάνων φυσικής. Ήδη υπεύθυνος για τη διδασκαλία της φυσικής ήταν ο Τιμολέων Αργυρόπουλος, που φιλοδοξούσε να συμβάλει στην αναβάθμιση της επιστήμης αυτής στον ελληνικό χώρο. Ο Αργυρόπουλος οργάνωσε το εργαστήριο φυσικής σε δύο επίπεδα: ένα αποκλειστικά για τις ερευνητικές του ανάγκες και ένα για τις εκπαιδευτικές ανάγκες των φοιτητών. Έτσι, είχε την ευκαιρία να πραγματοποιήσει πρωτότυπα πειράματα, τα αποτελέσματα των οποίων δημοσιεύονταν σε έγκυρα περιοδικά του εξωτερικού και στα Πρακτικά της Γαλλικής Ακαδημίας. Στην ακμή της επιστημονικής του δράσης, ήταν ο πρώτος που εγκατέστησε στην Ελλάδα συσκευή παραγωγής ακτινών Rφentgen που έφερε από την Αγγλία, και μάλιστα σχεδόν αμέσως μετά την εφεύρεσή τους. Την ίδια εποχή υπήρξε και η πρώτη δημοσιευμένη συγκεντρωτική καταγραφή οργάνων φυσικής, που ανερχόταν στον εντυπωσιακό αριθμό των 560. Επρόκειτο για όργανα μηχανικής, υδροστατικής, οπτικής, θερμότητας, ηλεκτρισμού και μαγνητισμού. Παράλληλα, επιχειρήθηκε και η έκδοση βιβλίων φυσικής, καθώς ήδη είχε διαπιστωθεί η έλλειψη καλών σχετικών βιβλίων. Στα περισσότερα από αυτά ενσωματώθηκαν οι νέες επιστημονικές ανακαλύψεις, όπως, για παράδειγμα, η έννοια της διατήρησης της ενέργειας και η μελέτη των φαινομένων του δυναμικού ηλεκτρισμού. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα εγχειριδίων φυσικής αυτής της περιόδου αποτελούν τα Στοιχεία Φυσικής του Τιμολέοντα Αργυρόπουλου, Αθήνα 1899, και τα Στοιχεία Πειραματικής Φυσικής του Ανδρέα Σπαθάρη, Αθήνα 1886. Όλα αυτά λοιπόν συνθέτουν την εικόνα της φυσικής ως επιστημονικής πρακτικής στον ακαδημαϊκό χώρο, αυτόν που συναποτελούσαν διδάσκοντες και διδασκόμενοι σε ένα ανώτατο ίδρυμα όπως το νεοσύστατο τότε Πανεπιστήμιο. Όπως προκύπτει από τη μελέτη των στοιχείων, η έμφαση δινόταν κυρίως στη διδακτική-εκπαιδευτική συνιστώσα της διαδικασίας. Όμως τη φορά αυτή, αν και μεμονωμένα, έχουμε την καταγραφή και ερευνητικών προσπαθειών, που φανερώνουν τη διάθεση, τουλάχιστον, για αλλαγή πορείας – αλλαγή στην οποία πολλοί, γνωστοί και επισημασμένοι κοινωνικοί και πολιτικοί παράγοντες, δεν επέτρεψαν να λάβει μια συγκροτημένη και ουσιαστική μορφή. Πραράλληλα με τη φυσική, επιχειρήθηκε και η εισαγωγή των σύγχρονων γνώσεων επί της χημείας, καθώς η ανάγκη ανάπτυξης της χημείας ήταν άρρηκτα συνδεμένη με τις πρώτες προσπάθειες εκβιομηχάνισης της χώρας. Με τη χημεία ασχολήθηκε αρχικά ο Ξαβέριος Λάνδερερ και στη συνέχεια ο Αλ. Βενιζέλος. Ωστόσο η φυσιογνωμία που έδωσε το στίγμα της στην προσπάθεια για τη διαρκή ανάπτυξη της χημείας υπήρξε ο Αναστάσιος Χρηστομάνος (1841-1906), ο κορυφαίος, κατά την άποψη πολλών, Έλληνας επιστήμονας κατά το 19ο αιώνα, το όνομα του οποίου αποτελεί συνώνυμο της χημείας για την περίοδο αυτή. Ο Χρηστομάνος υπήρξε τέκνο της ελληνικής διασποράς, γόνος εύπορης οικογένειας της Βιέννης. Έτσι, είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει υψηλού επιπέδου σπουδές σε γερμανικά πανεπιστήμια ή πολυτεχνεία όπως του Giessey, του Βερολίνου, της Καρσλούης και της Χαϊδελβέργης. Οι επιδόσεις του οδήγησαν τον Bunsen να τον επιλέξει ως βοηθό στις περίφημες θεμελιώδεις εργασίες του στη φασματοσκοπική ανάλυση. Στη συνέχεια εργάστηκε ως χημικός στο εργοστάσιο χρωμάτων Milidinger, αποκτώντας εμπειρία όχι μόνο στη θεωρητική αλλά και στην εφαρμοσμένη χημεία. Ερχόμενος στην Ελλάδα το 1862, διορίστηκε καθηγητής της φυσικής στο Διδασκαλείο Αθηνών. Στη συνέχεια έγινε υφηγητής της Γενικής Χημείας το 1863, έκτακτος καθηγητής το 1866 και τακτικός το 1869. Σύμφωνα με τον Μιχαήλ Στεφανίδη, που παραπέμπει στα Πρακτικά της Φιλοσοφικής Σχολής (17 Φεβρουαρίου 1906, σελ. 85) η Ακαδημία της Στοκχόλμης τον προσκάλεσε το 1906 να υποβάλει υποψηφιότητα για το βραβείο Νομπέλ. O Χρηστομάνος είχε την ευρύτητα πνεύματος που διαπιστώνει κανείς όχι μόνο στους καλούς επιστήμονες αλλά κυρίως στους κορυφαίους στοχαστές. Έτσι, ενέταξε την ανάπτυξη της επιστήμης του σε ένα ευρύτερο σύνολο ανάπτυξης των θετικών επιστημών στον ελληνικό χώρο. Οι απόψεις του εκφράζονται με υποδειγματικό τρόπο σε έναν έξοχο από κάθε άποψη λόγο που εκφώνησε αναλαμβάνοντας την πρυτανεία για το ακαδημαϊκό έτος 1896-97, ο οποίος έφερε τον τίτλο Φυσικαί επιστήμαι και πρόοδος. Μόνο χάρη στις άοκνες προσπάθειές του ιδρύθηκε το 1887 το νέο Χημείο, ένα κτίριο-κόσμημα για την Ελλάδα του τέλους του 19ου αιώνα και όχι μόνο. Η προσπάθεια του Χρηστομάνου να πείσει τους αρμόδιους για την ανέγερση του Νέου Χημείου δεν ανέστειλε, τουλάχιστον ποσοτικά, το διδακτικό και συγγραφικό του έργο. Διδακτικά εγχειρίδια, εκλαϊκευτικά άρθρα και πρακτικές μελέτες συνθέτουν ένα πλούσιο έργο που πραγματικά εντυπωσιάζει. Ξεχωρίζει ωστόσο το έργο εκείνο που όντως περιέχει τις χημικές γνώσεις που ήταν γνωστές στον ελληνικό χώρο το 19ο αιώνα και είναι το δίτομο βιβλίο του Εγχειρίδιον Χημείας. Η γιγάντια προσωπικότητα του Χρηστομάνου επισκίασε εκ των πραγμάτων κάθε άλλη προσπάθεια για την ανάπτυξη της χημείας στον ελληνικό χώρο. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι πρέπει να αγνοηθεί η συμβολή άλλων σημαντικών επιστημόνων εκείνης της εποχής, όπως ο Αναστάσιος Δαμβέργης και ο Όθων Ρουσσόπουλος (1856-1922). Ο πρώτος ειδικεύτηκε και ανέπτυξε σημαντικά –και ουσιαστικά εγκαινίασε– τον κλάδο της σύγχρονης φαρμακευτικής χημείας στην Ελλάδα, ενώ ο δεύτερος δραστηριοποιήθηκε, και μάλιστα εντατικά, στη βιομηχανική χημεία. Αξίζει να αναφερθούμε ειδικότερα στις προσπάθειες του Ρουσσόπουλου, που, μεταξύ άλλων, συνέβαλε καθοριστικά στην εξειδικευμένη τεχνική εκπαίδευση στην Ελλάδα με την ίδρυση της πρωτοποριακής για τα δεδομένα της εποχής «Ακαδημίας Ρουσσοπούλου», η οποία διέθετε τα εξής τμήματα-σχολές: Ανωτέρα Εμπορική, Χημική Βιομηχανική, Γεωργική, Μηχανουργική, Αρχιτεκτονική και Μεταλλευτική-Μεταλλουργική (1894). Επίσης, εξέδωσε το επιτυχημένο και μακρόβιο «δελτίο» της Σχολής με συνεργασίες υψηλού επιπέδου και εξαιρετικής ποιότητας ύλη. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο που σε καιρούς δύσκολους η κυκλοφορία του Δελτίου έφτασε και ξεπέρασε τα 10.000 φύλλα ανά τεύχος, αριθμός ασύλληπτος ίσως ακόμα και για τα σημερινά δεδομένα. Το σύντομο σκιαγράφημα της πορείας της χημικής επιστήμης στο ελληνικό κράτος το δεύτερο μισό του 19ου ολοκληρώνεται με τη διαπίστωση –βάσει της σχετικής βιβλιογραφίας– ότι ο κλάδος βρισκόταν σε διαρκή άνοδο και δημιουργούσε την αίσθηση ότι με την είσοδο του 20ού αιώνα θα υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις για να βρεθεί στην ακμή του. Ιδιαίτερα δημοφιλής επιστήμη καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, εκτός από τη φυσική και τη χημεία, υπήρξε και η βοτανική. Τα σπάνια φυτά της πατρίδας μας συγκαταλέγονταν στα στοιχεία του εθνικού πλούτου, και η αναζήτησή τους από επαγγελματίες αλλά και ερασιτέχνες φυσιοδίφες εθεωρείτο δραστηριότητα ισοδύναμης σπουδαιότητας με την αναζήτηση αρχαιοτήτων από τους αρχαιολόγους. Φυσικά, και πριν από την ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους είχε εκδοθεί ένας αριθμός βιβλίων βοτανικού ενδιαφέροντος. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι, εκτός των Ελλήνων βοτανικών, την ελληνική φύση ερεύνησαν και πολλοί ξένοι, είτε ως μέλη συγκροτημένων επιστημονικών αποστολών είτε ως μεμονωμένοι ερευνητές. Ενδεικτικά, στην πρώτη κατηγορία αναφέρουμε τους Sonnini (1801), Aucher-Eloy (1843), Russeger (1848) και στη δεύτερη τους Saporta (1848), Unger (1867), Halascy (1894), Crepin (1897). Ως αποτέλεσμα αυτής της δραστηριότητας, το 19ο αιώνα δημοσιεύτηκαν περίπου 250 κείμενα, άρθρα ή βιβλία σχετικά με την ελληνική χλωρίδα. Πρώτος καθηγητής της βοτανικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών υπήρξε ο Ν.Κ. Fraas (1810-1875), ο οποίος είχε σπουδάσει στο Μόναχο. Ήρθε στην Ελλάδα μετά από πρόσκληση του Όθωνα το 1835 και διορίστηκε διευθυντής της Δασικής Σχολής του Βοτανικού Κήπου, ενώ το 1837 ανέλαβε την καθηγεσία της συστηματικής βοτανικής. Παραιτήθηκε το 1842 και επέστρεψε στο Μόναχο, όπου συνέχισε την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία με σχετική επιτυχία. Τον διαδέχθηκε ο επίσης Γερμανός, αλλά με εντελώς διαφορετική φιλοσοφία Ξαβέριος Λάνδερερ, που κατείχε ήδη, όπως είδαμε, την έδρα της φαρμακευτικής χημείας. Σημαντική συμβολή του Λάνδερερ υπήρξε η προσπάθειά του να δημιουργήσει μια σταθερή και αξιόπιστη επιστημονική βοτανική ορολογία, ενώ σε γενικές γραμμές η συμβολή του στη βοτανική ξέφευγε από το εκλαϊκευτικό επίπεδο, όπως αποδεικνύεται και από τη δημοσίευση άρθρων του σε σημαντικά εξειδικευμένα περιοδικά της περιόδου εκείνης, όπως το Osterreiches Botanischen Zeitschrift και το Flora. Η περαιτέρω ανάπτυξη της βοτανικής κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα βασίστηκε σε δύο πρόσωπα: τον Θεόδωρο Χελδράιχ (1822-1902) και τον Θεόδωρο Ορφανίδη (1817-1886). Ο Ορφανίδης υπήρξε εξέχον μέλος της ελληνικής αστικής τάξης του 19ου αιώνα. Εκτός από τη βοτανική ασχολήθηκε συστηματικά και με την ποίηση, μια ακόμα ένδειξη της επίδρασης του ρομαντισμού στην Ελλάδα. Σπούδασε στο Παρίσι, όπου το 1844 φοίτησε στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και στη Σορβόνη, κοντά σε διάσημους βοτανικούς όπως ο Adrian de Jussie, o Adoplhe Brogniar και ο J. Decaisne. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1848 και έγινε καθηγητής της βοτανικής στο Πανεπιστήμιο, θέση που διατήρησε για περίπου τριάντα χρόνια. Κατά τη διάρκεια των ερευνητικών του εκδρομών στην ελληνική ύπαιθρο ανακάλυψε πάνω από πενήντα νέα είδη φυτών. Τα κύρια αποτελέσματα των ερευνών του δημοσιεύτηκαν στο βιβλίο Flora Graeca exciccata και στο περιοδικό Γεωπονικά, του οποίου υπήρξε εκδότης από το 1872 έως το 1876. Συνέβαλε επίσης σημαντικά στη διαμόρφωση της νέας ελληνικής βοτανικής ονοματολογίας. Φαίνεται λοιπόν πως ο Ορφανίδης συνδύασε με ιδανικό τρόπο τη θεωρητική με την πρακτική έρευνα για την προαγωγή και της γεωπονίας στην Ελλάδα. Ο Χελδράιχ γεννήθηκε στη Δρέσδη και σπούδασε στη Γερμανία, στη Γαλλία και στην Ιταλία. Το 1843 ήρθε στην Ελλάδα για να μελετήσει την ελληνική χλωρίδα. Το 1851 διορίστηκε διευθυντής του Βοτανικού Κήπου. Αναγνώρισε εκατοντάδες είδη φυτών και δημοσίευσε δύο πολύ ενδιαφέροντα βιβλία στα γερμανικά, το Die Nutzpflanzen Griechenlands (1862) και το Die Pflanzen des attischen Ebene (1877). Έγραψε πολλά άρθρα και φυλλάδια για τα ελληνικά φυτά και, όπως οι Λάνδερερ και Ορφανίδης, ασχολήθηκε κι εκείνος με την καθιέρωση μιας κοινά αποδεκτής ελληνικής βοτανικής ονοματολογίας. Τη θέση του Ορφανίδη στο Πανεπιστήμιο κατέλαβε το1892 ο Σπυρίδων Μηλιαράκης. Ο Μηλιαράκης υπήρξε καλός βοτανικός και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τα ανώτερα φυτά εμπλουτίζοντας τις σχετικές συλλογές του μουσείου. Υπήρξε ο τελευταίος καθηγητής βοτανικής το 19ο αιώνα στο Πανεπιστήμιο και ο πρώτος τον 20ό. Στα υπέρ του συγκαταλέγεται η υπεράσπιση της εξελικτικής θεωρίας του Δαρβίνου, αλλά και η αναγνώριση του έργου του Χελδράιχ, καθώς επίσης και οι μελέτες του για τη φυσιολογία των φυτών. Τα μαθηματικά αποτελούν ίσως την επιστήμη εκείνη που σημείωσε τις μικρότερες διακυμάνσεις στην εξέλιξή της και στην παρουσία της από τις αρχές του 18ου αιώνα. Η διαδρομή της μαθηματικής σκέψης από το Γλυτζούνι1 μέχρι τις εργασίες ανώτερων μαθηματικών που δημοσιεύονταν στα τέλη του 19ου αιώνα είναι συνεχής και ουσιαστικά γραμμική. Η μετάβαση από την υπό διαμόρφωση κοινότητα της προεπαναστατικής περιόδου στη συγκροτημένη ομάδα των πανεπιστημιακών δασκάλων του ανεξάρτητου κράτους φαίνεται πως είχε αδιατάρακτη πορεία, με τη συμβολή, ενδιάμεσα, και της Ιόνιας Ακαδημίας, ιδιαιτέρως μάλιστα του Ιωάννη Καρανδηνού. Ένας λόγος για την ύπαρξη της πορείας αυτής ήταν προφανώς ο χαρακτήρας της επιστήμης αυτής, που είναι κατεξοχήν θεωρητικός, και δεν απαιτεί ακριβά όργανα και πολύπλοκα εργαστηριακά πειράματα για την πιστοποίηση μιας θεωρίας όπως συμβαίνει στη φυσική και στη χημεία. Την πρώτη ομάδα καθηγητών των μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο αποτέλεσαν οι Κωνσταντίνος Νέγρης, Ιωάννης Γ. Παπαδάκης και Γεώργιος Βούρης. Όμως ο πρώτος μαθηματικός με αξιόλογο έργο που αναγνωρίστηκε διεθνώς υπήρξε ο Νικόλαος Νικολαΐδης (1871-1881). Ο Νικολαΐδης ασχολήθηκε κυρίως με θέματα διαφορικής γεωμετρίας και οι οι εργασίες του αναφέρονται από Ευρωπαίους μαθηματικούς της εποχής που ασχολήθηκαν συστηματικά με τον κλάδο αυτό των μαθηματικών, όπως ο Γερμανός Knoblauch. Παράλληλα, εξέδιδε «Δελτίο» στο οποίο περιλάμβανε τις μελέτες του. Η παρουσία του Νικολαΐδη στον ερευνητικό τομέα συμπληρώνεται από τη δράση του Βασιλείου Λάκωνα στον εκπαιδευτικό. Ο Λάκων υπήρξε ο πρώτος απόφοιτος του Μαθηματικού Τμήματος του Πανεπιστημίου. Η σταδιοδρομία του ακολούθησε μια αργή πορεία εξέλιξης, η επιμονή του όμως τελικά τον οδήγησε στην κατάληψη της καθηγητικής έδρας στις 29 Σεπτεμβρίου 1868. Υπήρξε συγγραφέας πολλών σχολικών εγχειριδίων μαθηματικών και, σύμφωνα με την αξιολόγηση που μπορεί να γίνει και με σημερινά κριτήρια, επρόκειτο για βιβλία μεθοδικά, περιεκτικά και έγκυρα, που σαφώς περιλάμβαναν όλες τις απαραίτητες στοιχειώδεις γνώσεις μαθηματικών, ενώ παράλληλα ήταν γραμμένα με εύληπτο και κανονικό τρόπο. Ωστόσο η πραγματική άνθηση των μαθηματικών στο ελληνικό Πανεπιστήμιο μπορεί να θεωρηθεί ότι πραγματοποιήθηκε με την επόμενη γενιά, η οποία βεβαίως στηρίχτηκε εν πολλοίς στα γερά θεμέλια που είχαν θέσει οι προηγούμενοι. Κυριότεροι εκπρόσωποι της γενιάς αυτής ήταν οι μαθητικοί Ιωάννης Ν. Χατζιδάκις και Κυπάρισσος Στέφανος. Ο Ιωάννης Χατζηδάκις διορίστηκε τακτικός καθηγητής στις 21 Νοεμβρίου 1884, διετέλεσε κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής και πρύτανης, και για πολλά χρόνια δίδαξε επίσης στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και στη Σχολή Ευελπίδων. Η επιστημονική του επάρκεια τού επέτρεψε να δημοσιεύσει περίπου τρίαντα εργασίες του σε μαθηματικά περιοδικά του εξωτερικού, πολλές από τις οποίες στο διεθνούς φήμης Journal de Crelle. Το 1879 εξέδωσε το βιβλίο του Εισαγωγή εις την ανωτέραν Άλγεβραν και αργότερα την Επίπεδο και Στερεά Αναλυτική Γεωμετρία, βιβλία που χαρακτηρίζονται για την πρωτοτυπία της ακολουθούμενης μεθοδολογίας, αλλά και των διατυπούμενων συμπερασμάτων. Το 1886 εξέδωσε το Διαφορικό Λογισμό και αργότερα τον πρώτο τόμο του Ολοκληρωτικού Λογισμού, βιβλία πανεπιστημιακού επιπέδου με θεμελιώδη χαρακτήρα, που αποτέλεσαν τη βάση της ανώτερης μαθηματικης εκπαίδευσης κατά το τέλος του 19ου αιώνα. Ο Κυπάρισσος Στέφανος διορίστηκε καθηγητής στις 21 Νοεμβρίου 1884 και θεωρείται ο εκφραστής της γεωμετρικής σκέψης. Οι εργασίες του αποτέλεσαν αναφορές σε έργα σπουδαίων μαθηματικών, όπως οι Γερμανοί Klein και Reye. Παράλληλα ασχολήθηκε με θέματα οργάνωσης της εκπαίδευσης. Με ενέργειές του ιδρύθηκε το 1892 η Ελληνική Βιοτεχνική Εταιρεία με νυχτερινή σχολή, στην οποία δίδασκε και ο ίδιος. Ακόμα, προώθησε και επέβαλε ουσιαστικά την ίδρυση εμπορικής σχολής. Δύο επιστημονικοί κλάδοι που καλλιεργήθηκαν στο ελληνικό κράτος, όχι ιδιαίτερα γνωστοί ευρύτερα, αλλά με σημαντικές και πρωτοποριακές –ακόμα και σε παγκόσμιο επίπεδο– επιδόσεις κατά τον αιώνα που εξετάζουμε, κλάδοι ουσιαστικά αλληλένδετοι μεταξύ τους, είναι αναμφισβήτα η ωκεανογραφία και η μετεωρολογία. Για το λόγο αυτό αξίζει να αναφερθούμε και στις σχετικές δραστηριότητες των Ελλήνων λογίων. Ο αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού Ανδρέας Μιαούλης (1830-1911) μπορεί να θεωρηθεί θεμελιωτής της σύγχρονης ωκεανογραφίας στο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Υπήρξε ένας από τους πλέον μορφωμένους αξιωματικούς την εποχή μετά την Ανεξαρτησία, που το Πολεμικό Ναυτικό συγκροτούνταν σε οργανωμένο στρατιωτικό σώμα. Ήταν εγγονός του ήρωα της Επανάστασης Ανδρέα Μιαούλη. Σήμερα παραμένει γνωστός κυρίως για τις υδρογραφικές εργασίες του. Το βιβλίο του έφερε τον τίτλο Περί της Παλιρροίας του Ευρίπου και εκδόθηκε το 1882. Ακόμα και ο διάσημος φυσικός ωκεανογράφος Defant, στο κλασικό βιβλίο του Physical Oceanography, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στα συμπεράσματα που είχε διατυπώσει ο Μιαούλης, προκειμένου να υποστηρίξει και τις δικές του απόψεις. Εκτός από το βιβλίο του για τις παλίρροιες του Ευρίπου, που είναι το πλέον γνωστό, ο Μιαούλης έγραψε και άλλο ένα βιβλίο, που διαπραγματευόταν την πρόβλεψη των παλιρροιών που θα εμφανίζονταν στον Ισθμό της Κορίνθου μετά το πέρας των εργασιών για το άνοιγμα του καναλιού που θα συνέδεε το Αιγαίο με το Ιόνιο, καθιστώντας περιττό πλέον τον περίπλου της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το βιβλίο Περί της Μελλούσης Παλίρροιας της Διώρυγος του Ισθμού της Κορίνθου, Αθήνα 1888 Η επιστήμη της μετεωρολογίας υπήρξε μια από τις δυναμικότερα αναπτυσσόμενες επιστήμες το 19ο αιώνα στην Ελλάδα. Η γνώση του κλίματος και του καιρού αποτέλεσε ένα από τα ζητούμενα για την ορθή ανάπτυξη της χώρας. Η σπουδή της αποτελούσε μέρος ενός ευρύτερου προγράμματος της ελληνικής φύσης. Σύμφωνα με τις καταγραμμένες μαρτυρίες, συστηματικές μετεωρολογικές παρατηρήσεις πραγματοποίησε και δημοσίευσε σε ετήσια τεύχη ο Εμμανουήλ Θεοτόκης στην Κέρκυρα, ήδη από το 1807 έως το 1810. Στην Αθήνα οι πρώτες μετρήσεις μετεωρολογικού χαρακτήρα πραγματοποιήθηκαν από το 1833 έως το 1835 από το Γάλλο λοχαγό Peytier. Τα συμπεράσματα από την ανάλυση των στοιχείων που συγκέντρωσε τα δημοσίευσε στα Πρακτικά της Ακαδημίας των Επιστημών της Γαλλίας με τίτλο «Επί του κλίματος της Ελλάδος». Συστηματικά ασχολήθηκε με τη μελέτη της μετεωρολογίας και ο G. Fraas, δημιουργώντας μια πλήρη σειρά μετρήσεων κατά τα έτη 1836-1841. Ο Fraas χρησιμοποίησε τα δεδομένα που συγκέντρωσε προκειμένου να διαπιστώσει την επίδραση του κλίματος στη χλωρίδα της περιοχής των Αθηνών. Η διεπιστημονική αυτή προσέγγιση, από τις πρώτες στον ελληνικό χώρο που πραγματοποιήθηκαν με αυστηρή μεθοδικότητα, οδήγησε στη δημοσίευση ενός τόμου με τίτλο Clima und Pflangenwell in der Zeit, το 1847. Συστηματικές παρατηρήσεις εκτέλεσε και ο Βούρης από το Νοέμβριο του 1839. Τα στοιχεία του δημοσιεύτηκαν σε αυτόνομο βιβλίο με τίτλο Μετεωρολογικές παρατηρήσεις γενόμεναι εν Αθήναις από 1 Νοεμβρίου 1839 έως 30 Ιουνίου 1842, Αθήνα 1843. Μετά την παραίτηση του Βούρη ακολούθησε ο Παπαδάκης, που επιχείρησε την πραγματοποίηση μετεωρολογικών παρατηρήσεων από τις 13.7.1853 έως τις 12.12.1853, οι οποίες δημοσιεύτηκαν στην Εφημερίδα των μαθητών. Η νέα σειρά παρατηρήσεων, η οποία έκτοτε ουσιαστικά δεν διακόπηκε, ξεκίνησε και πάλι με την καθοδήγηση του Παπαδάκη από τη 1.10.1857. Οι παρατηρήσεις αυτές δημοσιεύτηκαν αρχικά στην Εφημερίδα των Φιλομαθών. Την εποπτεία της καλής εκτέλεσής τους ανέλαβε, μετά την άφιξη του στην Αθήνα, ο Julius Schmidt. Τα αποτελέσματα της επεξεργασίας των στοιχείων αυτών δημοσιεύτηκαν από τον Schmidt στο έργο του Beitrage zur physicalischen Geographie von Griechenland, Athen 1861. Ο Schmidt θεωρείται ο ουσιαστικός θεμελιωτής της σύγχρονης μετεωρολογίας στην Ελλάδα. Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι από το 1893 δημιουργήθηκε στην Ελλάδα ένα επαρκές για την εποχή δίκτυο μετεωρολογικών σταθμών, που περιλάμβανε ένα σταθμό Α’ τάξεως στην Αθήνα, και 23 σταθμούς Β’ τάξεως και 10 σταθμούς Δ’ τάξεως που κάλυπταν το σύνολο του ελληνικού χώρου. Οι σταθμοί Β’ τάξεως ήταν εγκατεστημένοι στις εξής τοποθεσίες: Κέρκυρα, Αργοστόλι, Ζάκυνθο, Άρτα, Τρίκαλα, Λάρισα, Βόλο, Λαμία, Χαλκίδα, Μεσολόγγι, Δεκέλεια, Άνδρο, Νάξο, Σύρο, Θήρα, Πάτρα, Ναύπλιο, Αίγιο, Καλάματα, Τρίπολη, Σπάρτη, Κυπαρισσία και Κύθηρα. Οι σταθμοί Δ’ τάξεως ήταν εγκατεστημένοι στα εξής μέρη: Αλμυρό, Δομοκό, Αγρίνιο, Λιδωρίκι, Καρπενήσι, Θήβα, Λιβαδειά, Πύργο, Λεωνίδιο, Δημητσάνα. Οι παρατηρήσεις του Schmidt αλλά και των προκατόχων του έμειναν για μεγάλο χρονικό διάστημα αναξιοποίητες. Εκείνος που τις χρησιμοποίησε πρώτος, για την ακριβή κατά το δυνατόν μελέτη του κλίματος της Αθήνας, υπήρξε ο Δημήτριος Αιγινήτης. Αρχικός στόχος του, όταν ανέλαβε τη διεύθυνση του Αστεροσκοπείου το 1890, ήταν να επεξεργαστεί και να δημοσιεύσει το σύνολο των παρατηρήσεων που είχαν συγκεντρωθεί μέχρι τότε. Ο όγκος όμως αυτής της εργασίας τον ανάγκασε, όπως δήλωσε ο ίδιος, να εκδώσει το 1895 το βιβλίο του Το Κλίμα των Αθηνών στα γαλλικά. Μέχρι την έκδοσή του ελάχιστες μελέτες είχαν δημοσιευτεί σχετικά με το κλίμα στην Αθήνα ή σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, και αυτές είχαν ως επί το πλείστον συνοπτικό και αποσπασματικό χαρακτήρα. Ο Αιγινήτης αξιοποίησε στο μέγιστο δυνατό βαθμό τα χρήσιμα στοιχεία που θα μπορούσε να αντλήσει από τα κείμενα αυτά και τα ενσωμάτωσε στη δική του σειρά παρατηρήσεων. Τα μετεωρολογικά μεγέθη που αποτέλεσαν το αντικείμενο του βιβλίου αυτού ήταν η ατμοσφαιρική πίεση, η θερμοκρασία του αέρα, η υγρασία του αέρα, ο άνεμος, η βροχή, το χιόνι, το χαλάζι, η δρόσος και η πάχνη, η νέφωσις, οι καταιγίδες, η εξάτμιση, τα οπτικά φαινόμενα όπως το πολικό σέλας, η άλως και η ίρις, και η θερμοκρασία του εδάφους, των πηγών και της θάλασσας. Ο Αιγινήτης επεξεργάστηκε στατιστικά τις χρονοσειρές που διέθετε και παρέθετε τα αποτελέσματά του σε πίνακες και διαγράμματα. Επιχειρούσε ακόμα τη σύνδεση των μετεωρολογικών στοιχείων μεταξύ τους, τη συσχέτισή τους και την ερμηνεία των καμπυλών και των ακραίων τιμών, γεγονός πρωτοποριακό για την εποχή. Με τα στοιχεία αυτά επιχειρήθηκε μια συνοπτική παρουσίαση της δραστηριότητας των Ελλήνων επιστημόνων του 19ου αιώνα σχετικά με τη μετεωρολογία, απ’ όπου μπορεί κανείς να συμπεράνει πως σε καμιά περίπτωση η δραστηριότητα αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί αμελητέα. Ιδιαίτερα έντονο υπήρξε το ενδιαφέρον για την αστρονομία στο ανεξάρτητο κράτος. Το διαπιστώνουμε από το πλήθος των σχετικών δημοσιευμάτων, εκλαϊκευτικού κυρίως χαρακτήρα, στα περιοδικά και τις εφημερίδες της εποχής, αλλά και από την ίδρυση του Αστεροσκοπείου Αθηνών, που αποτέλεσε τον πυρήνα της σχετικής επιστημονικής-ερευνητικής δραστηριότητας. Το Αστεροσκοπείο θεμελιώθηκε το 1842, στις 26 Ιουνίου, ημέρα με συμβολικό χαρακτήρα, καθώς πραγματοποιήθηκε έκλειψη ηλίου, ένα σημαντικό και σπάνιο αστρονομικό γεγονός. Χρηματοδότης αυτού του πολυδάπανου και φιλόδοξου για τα δεδομένα της εποχής εγχειρήματος ήταν ο εκ των κροίσων της ελληνικής διασποράς βαρόνος Γεώργιος Σίνας, ο οποίος διέθεσε 500.000 δρχ. Το κυρίως κτίριο του Αστεροσκοπείου Αθηνών ολοκληρώθηκε το 1842 και πρώτος διευθυντής του διετέλεσε ο Γεώργιος Κ. Βούρης. Ο Βούρης γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου 1802 στη Βιέννη, όπου σπούδασε και πέρασε το πρώτο διάστημα της ζωής του. Υπήρξε μαθητής των κορυφαίων φυσικών επιστημόνων Α. Ettingshausen και J. Littrow και δίδαξε στο ελληνικό σχολείο της Βιέννης από το 1826 έως το 1834. Το 1836 ήρθε στην Αθήνα και μετά την ίδρυση του Πανεπιστημίου Αθηνών ανέλαβε την πρώτη καθηγητική έδρα της Φυσικής. Λίγο πριν την έναρξη της λειτουργίας του Αστεροσκοπείου, το 1845, μετέβη στη Βιέννη και αγόρασε τα πρώτα αναγκαία όργανα, μεταξύ των οποίων πέντε μικρά τηλεσκόπια, ένα μεσημβρινό τηλεσκόπιο Starke 94 mm και ένα ισημερινό διοπτρικό τηλεσκόπιο Ploessl 198 mm. Έχοντας πάντα κατά νου τις δύσκολες συνθήκες της εποχής, αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο Βούρτης πρόσφερε σημαντικό για τα ελληνικά δεδομένα έργο, τόσο στη φυσική και στη μετεωρολογία (βλ.σχετικές ενότητες) όσο και στην αστρονομία. Αρκετές εργασίες του που αναφέρονται σε αστρονομικά θέματα, όπως η αντίθεση του πλανήτη Άρη, οι κινήσεις του Άρη και του Ποσειδώνα κ.ά., δημοσιεύονται στο διεθνούς ακτινοβολίας περιοδικό Astronomische Nachrichten. Ωστόσο κάποια δυσάρεστα συμβάντα τον οδήγησαν σε παραίτηση το 1855, και τη θέση του διευθυντή του Αστεροσκοπείου ανέλαβε μετά από πρόσκληση του Όθωνα ο Γερμανός Friedrich Julius Schmidt. O Schmidt, όπως και ο προκάτοχός του, είχε από μικρός πραγματικό πάθος με την αστρονομία. Αν και αυτοδίδακτος, χωρίς τυπική πανεπιστημιακή μόρφωση, η εμπειρία του και η δραστηριότητά του σε αστεροσκοπεία όπως αυτό της Αλτόνα, της Βόννης, του Olmutz, της Ρώμης και της Νάπολης αποτελούσαν αρκετή εγγύηση, ώστε ο βαρόνος Σίμων Σίνας να του προτείνει τη διεύθυνση του Αστεροσκοπείου Αθηνών, την οποία ανέλαβε στις 4 Δεκεμβρίου 1858 και διατήρησε μέχρι το θάνατό του στις 7 Φεβρουαρίου 1884. Οι μελέτες του για τις ηλιακές κηλίδες υπήρξαν για πολλά χρόνια σημείο αναφοράς, όπως άλλωστε και οι παρατηρήσεις του για τους διάττοντες αστέρες, που κράτησαν δέκα χρόνια και δημοσιεύτηκαν το 1852, με τίτλο Resultate aus zehnjehrigen Beobachtungen όber Sternschnuppen. Εκτός από την αστρονομία, ασχολήθηκε επίσης με την προαγωγή της μετεωρολογίας και της σεισμολογίας. Το 1861 άρχισε την έκδοση των Δημοσιεύσεων του Αστεροσκοπείου Αθηνών, με δαπάνες του Σίνα. Η φήμη του Schmidt απογειώθηκε με τη σύνταξη του τοπογραφικού χάρτη της Σελήνης, που αποτελείται από 25 τμήματα που συνθέτουν ένα δίσκο διαμέτρου δύο μέτρων. Ο χάρτης αυτός θεωρείται ο πληρέστερος οπτικός χάρτης της Σελήνης. Το ογκώδες σε ποσότητα και εξαιρετικό σε ποιότητα έργο του Schmidt δεν συνοδεύτηκε από ανάλογα αποτελέσματα στη στελέχωση του Αστεροσκοπείου με κατάλληλο ερευνητικό και επιστημονικό προσωπικό, λόγω ίσως της λειτουργικής του ιδιαιτερότητας, καθώς το Αστεροσκοπείο εθεωρείτο μεν παράρτημα του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά το χρηματοδοτούσε η οικογένεια Σίνα. Διάδοχος του Schmidt ήταν ο Δημήτριος Κοκκίδης, που είχε σπουδάσει αστρονομία στο Βερολίνο με δαπάνες του Σίνα και το 1884 απέκτησε το διδακτορικό του δίπλωμα. Ερχόμενος στην Αθήνα, ακολούθησε μια επαγγελματική σταδιοδρομία με γραμμική ανοδική πορεία: 1865 υφηγητής στο Πανεπιστήμιο, 1877 έκτακτος καθηγητής, 1881 επίτιμος καθηγητής. Παράλληλα, συνεργαζόταν με τον Schmidt στο Αστεροσκοπείο και δίδασκε Αστρονομία, Γεωδαισία και Μαθηματικά στις σχολές Ευελπίδων και Ναυτικών Δοκίμων. Η θέση του Κοκκίδη στο Αστεροσκοπείο τυπικά περιγράφεται ως αυτή του «Διευθύνοντος». Παρέμεινε σε αυτή μέχρι το 1890, οπότε διορίστηκε ο Δημήτριος Αιγινήτης. Η ανάληψη της θέσης του διευθυντή από τον Αιγινήτη σήμανε την εποχή μιας νέας άνοιξης για το Αστεροσκοπείο. Ο Αιγινήτης υπήρξε εξαιρετικός φοιτητής και η ελληνική κυβέρνηση τον είχε στείλει για σπουδές αστρονομίας στο Παρίσι. Κατά την παραμονή του στη Γαλλία εργάστηκε στα αστεροσκοπεία Montsouris, Mendon, Nice, στο φασματικό εργαστήριο του Salet, στο φυσικό εργαστήριο του Cornu, στα μετεωρολογικά κέντρα του Παρισιού και του Parc Saint Mayer. Tην ίδια εποχή συνέγραψε μια μονογραφία για την ευστάθεια του ηλιακού συστήματος, η οποία τον καταξίωσε στην διεθνή επιστημονική κοινότητα της εποχής. Η επιλογή του ως διευθυντή του Αστεροσκοπείου αποτέλεσε τόσο σημαντικό ζήτημα για την κυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη, ώστε η Βουλή ψήφισε παμψηφεί ειδικό νόμο, για να μπορέσει ο Αιγινήτης να καταλάβει τη θέση αυτή. Ο Αιγινήτης ανήκει στις κορυφαίες μορφές του 19ου αιώνα, δίπλα σε εκείνες του Αργυρόπουλου και του Χρηστομάνου. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι με ενέργειές του καθιερώθηκε στην Ελλάδα η ώρα Ανατολικής Ευρώπης (28 Ιουλίου 1916) και το Γρηγοριανό ημερολόγιο (1 Φεβρουαρίου 1923). Δύο ακόμα σημαντικοί άξονες χαρακτηρίζουν την επιστημονική δραστηριότητα στην Ελλάδα του 19ου αιώνα: η προσπάθεια αναβάθμισης της τεχνικής εκπαίδευσης μέσω του Πολυτεχνείου και η επιστημονική εκλαϊκευση. Οραματιστής της ίδρυσης του Πολυτεχνείου θεωρείται ο Βαυαρός Φρ. Τσέτνερ. Στην πρώτη του μορφή το ίδρυμα αυτό λειτούργησε ως «Κυριακάτικο σχολείο», που σταδιακά εμπλούτιζε το πρόγραμμα του. Ιδιαίτερα παραγωγική υπήρξε η περίοδος κατά την οποία επικεφαλής του ιδρύματος αυτού, που ήδη είχε γίνει γνωστό ως Σχολείο των Εικαστικών Τεχνών, ήταν ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου (1844-1862). Από το 1863 έως το 1873 διευθυντής διετέλεσε ο Δημ. Σκαλιστήρης, που έδωσε μεγάλη έμφαση στα τεχνικά μαθήματα. Υπό τον Αναστάσιο Θεοφιλά η παρεχόμενη τεχνική γνώση απέκτησε μια πιο συστηματική, επιστημονική διάσταση και πολλά μαθήματα διδάσκονταν από τους καθηγητές του Πανεπιστημίου. Σημαντική για την περαιτέρω ανάπτυξη του Πολυτεχνείου στάθηκε η οικονομική ενίσχυσή του από τα κληροδοτήματα των Στουρνάρη και Αβέρωφ το 1888, λόγος για τον οποίο στο εξής το Πολυτεχνείο ονομάστηκε Μετσόβιο. Η εκλαΐκευση των επιστημονικών γνώσεων στο νέο ελληνικό κράτος έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω των συγκυριών που επικράτησαν. Δύο είναι τα μέσα προώθησης της εκλαϊκευμένης επιστημονικής γνώσης στον ελλαδικό χώρο του 19ου αιώνα: η έκδοση σχετικών βιβλίων και φυλλαδίων και η δημοσίευση σχετικών άρθρων σε περιοδικά ευρύτερου ενδιαφέροντος. Τα βιβλία εκλαΐκευσης της επιστημονικής γνώσης γράφτηκαν από συγγραφείς που κινήθηκαν στις παρυφές της επιστημονικής κοινότητας. Χαρακτηριστικό τους ως προς τη μορφή υπήρξε η υιοθέτηση μιας γλώσσας που ήταν οικεία για τους περισσότερους και η συνειδητή αποφυγή μιας τεχνικής ορολογίας. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό των βιβλίων αυτών υπήρξε η στροφή και η έμφαση προς τις εφαρμογές των επιστημών. Δύο τυπικά παραδείγματα αυτής της προσέγγισης αποτέλεσαν τα βιβλία: Ταμείον Επιστημονικών Γνώσεων του Α. Κωνσταντινίδη, Αθήνα 1875, και Εγχειρίδιον Φυσικής του Ι.Π. Πύρλα, Τρίπολη 1857. Ο Ιωάννης Πύρλας διετέλεσε υφηγητής και έκτακτος καθηγητής της Υγιεινής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1871-1877). Έγραψε τα βιβλία Συνέκδημος Ιατροδικαστικής (1870-4, τόμ. 3), Συνέκδημος υγιεινή προς χρήσιν εκάστου (1864), Περί της άρσεως των κεραυναγωγών και της προφυλάξεως από των κεραυνών (1865), Ιστορία των δι’ ύδατος ωρολογίων (Παρίσι, 1845), Πραγματεία περί του καφέ (1848). Για πολλά χρόνια εξέδιδε το εκλαϊκευτικό περιοδικό Φοίβος. Ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, το 1880, κυκλοφόρησε το βιβλίο του Α. Κωνσταντινίδη Ταμείον επιστημονικών γνώσεων. Με το βιβλίο του ο Κωνσταντινίδης πρόσφερε ουσιαστικά τη βασική περιγραφή τεχνικών επαγγελμάτων θεωρώντας προφανώς ότι στην περίσταση αυτή, όπου έστω και με όρους αποικιακούς, γίνονταν προσπάθεια εκβιομηχάνισης της Ελλάδας, υπήρχε η δυνατότητα ανάπτυξης επαγγελμάτων όπως η χαρακτική, η τυπογραφία, η χαρτοποιία, η ωρολογοποιία, η αγειοπλαστική και η σηροτροφία. Σημαντικό μέρος του βιβλίου ήταν αφιερωμένο σε επιστημονικά όργανα όπως το τηλεσκόπιο και το μικροσκόπιο, αλλά και σε εφαρμογές σχετικές με τον ηλεκτρισμό, όπως ο ηλεκτρικός τηλέγραφος και η γαλβανοπλαστική. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο που εντοπίζεται στα περιοδικά επιστημονικής εκλαϊκευσης είναι η προβολή του επιστημονικού παράδοξου. Επίσης, η επιστημονική γνώση εκείνη την εποχή συνδεόταν άμεσα με την τεχνολογική της εφαρμογή. Οι εφευρέσεις, ως στοιχεία της βελτίωσης της ποιότητας της ζωής, αποτελούσαν θέματα που φιλοξενούνταν στις στήλες των εκλαϊκευτικών περιοδικών ή των περιοδικών ποικίλης ύλης. Αν και τα ζητήματα που αναπτύσσονταν στις σελίδες των εκλαϊκευτικών περιοδικών είναι πολλά και ενδιαφέροντα, ιδιαίτερη έμφαση δινόταν στη μελέτη της κίνησης των μηχανών, καθόσον ήδη βρισκόμαστε στην εποχή της ανάπτυξης της βιομηχανίας. Συν τοις άλλοις, τα άρθρα εκλαϊκευτικού χαρακτήρα συνέβαλαν στη συζήτηση για την καθιέρωση επιστημονικών όρων, καθώς στην ονοματοδοσία των επιστημονικών οργάνων. Στα περιοδικά ποικίλης ύλης υπήρχαν επίσης άρθρα με σοβαρό προβληματισμό σχετικά με τον τρόπο δόμησης του εκπαιδευτικού συστήματος και κυρίως τον τρόπο με τον οποίο το σύστημα αυτό αντιμετώπιζε τις θετικές επιστήμες. Από τα κλασικά θέματα που προβάλλονταν σε εκλαϊκευτικά επιστημονικά άρθρα ήταν εκείνα που αφορούσαν τη φυσική ιστορία. Η κατεύθυνση που είχαν ανάλογα δημοσιεύματα ήταν διττή: άλλα αναφέρονταν κυρίως στα ελληνικά φυτά και ζώα και άλλα στην πανίδα και χλωρίδα από εξωτικά μέρη. Ένας από τους συγγραφείς ανάλογων άρθρων υπήρξε ο γιατρός Σ.Δ. Κρίνος. Ο Κρίνος υπήρξε ένας από τους συστηματικότερους μελετητές της ελληνικής χλωρίδας για ιατρική χρήση. Όσον αφορά τη φυσική, εκτός από τις υπέρλαμπρες νέες ανακαλύψεις που παρουσιάζονταν με διθυραμβικούς τόνους, σημαντική θέση στα εκλαϊκευτικά περιοδικά κατείχαν και άρθρα που, όπως ανέφερει ο τίτλος σχετικής σειράς, έφερναν τη φυσική στο σπίτι. Η πρακτική όψη της επιστήμης ενδιέφερε τα περιοδικά αυτά. Ένα θέμα που συνήθως απασχολούσε τις στήλες τους ήταν οι μετεωρολογικές συνθήκες. Μέχρι το 1882 μόνο στο Αστεροσκοπείο Αθηνών γινόντουσαν σχετικές μετρήσεις και συνήθως μηνιαία στοιχεία δημοσιεύονταν σε περιοδικά της εποχής όπως ο Παρνασσός. Το 1883 έγινε η πρώτη προσπάθεια μέσω του φυσιογνωστικού τμήματος του φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός να δημιουργηθεί το πρώτο δίκτυο σταθμών στην Ελλάδα. Η γενική περιγραφή της επιστημονικής κατάστασης στην Ελλάδα κατά το 19ο αιώνα, παρά τις επιμέρους παλινδρομήσεις και διακυμάνσεις, δίνει τελικά τη δυνατότητα μιας θετικής αποτίμησης. Μια ανάλογη αποτίμηση θα μπορούσε να δεχτεί ίσως κανείς και για τον 20ό αιώνα, που στον τομέα της φυσικής ξεκίνησε με ένα σημαντικό θεσμικό γεγονός, την αυτονόμηση της Φυσικομαθηματικής Σχολής το 1906 στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Κατά την περίοδο αυτή σημαντικές μορφές υπήρξαν ο Γεώργιος Αθανασιάδης και ο Δημήτριος Χόνδρος. Ο Δημήτριος Χόνδρος θεωρείται ο εισηγητής των νεότερων θεωριών της φυσικής στην Ελλάδα, και υπήρξε δάσκαλος της επόμενης γενιάς φυσικών που προώθησε με πιο συστηματικό τρόπο την επιστήμη αυτή στον τόπο μας. Καθοριστική επίσης υπήρξε η σύντομη παρουσία του Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή, που ήταν μια από τις κορυφαίες και διεθνώς αναγνωρισμένες ελληνικές επιστημονικές μορφές. Είναι γνωστό ότι ο ίδιος ο Αϊνστάιν τον θεωρούσε δάσκαλό του. Σταδιακά την εποχή αυτή ενισχύθηκε η πειραματική διάσταση των φυσικών επιστημών, ενώ παράλληλα ιδρύθηκαν συλλογικά όργανα όπως η «Φυσιοδιφική Εταιρεία», η «Εν Ελλάδι Εταιρεία των Φυσικών Επιστημών» και ο Σύλλογος «Αριστοτέλης». Η Ένωση Ελλήνων Χημικών και η αντίστοιχη των Φυσικών αποτέλεσαν επίσης σημαντικά πεδία επιστημονικού διαλόγου για την ελληνική επιστημονική κοινότητα. Το Μετσόβιο Πολυτεχνείο εξακολουθούσε την ανοδική πορεία του. Το 1902 ανέλαβε τη διεύθυνση του ιδρύματος ο Κωνσταντίνος Μητσόπουλος, που επιχείρησε την αναβάθμισή του σε ανώτατο πνευματικό ίδρυμα, γεγονός που επετεύχθη τελικά το 1914 με διευθυντή τον Άγγελο Γκίνη. Από τότε μέχρι σήμερα το Πολυτεχνείο υπήρξε το φυτώριο των Ελλήνων μηχανικών και απέκτησε διεθνή φήμη. Από το 1926 αρωγός στην προσπάθεια επιστημονικής ανάπτυξης στην Ελλάδα μπορεί να θεωρηθεί και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Και αυτό σταδιακά επανδρώθηκε με άξιους επιστήμονες και διεκδίκησε τη δική του ισότιμη παρουσία στα επιστημονικά πράγματα της χώρας. Καθώς οι ανάγκες της χώρας αυξάνονταν διαρκώς, νέα πανεπιστημιακά ιδρύματα θεσμοθετήθηκαν και λειτούργησαν σταδιακά: τα πανεπιστήμιο Πατρών, Ιωαννίνων, Κρήτης, Θράκης, Αιγαίου. Ιδιαίτερα μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και κυρίως τη δεκαετία του ’60 κατέστη φανερή η ανάγκη ίδρυσης συγκροτημένων ερευνητικών κέντρων με συγκεριμένες κατευθύνσεις. Το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (1958) και το Κέντρο Πυρηνικών Ερευνών «Δημόκριτος» (1961), όπως επίσης και τα ερευνητικά κέντρα της Ακαδημίας Αθηνών υπήρξαν από τις πρώτες σημαντικές και επιτυχημένες προσπάθειες. Σήμερα η δημιουργία αντίστοιχων ερευνητικών κέντρων πλαισιώνει τη λειτουργία των πανεπιστημίων με θετικά αποτελέσματα. Στην εποχή μας νέοι επιστημονικοί κλάδοι και εξειδικεύσεις εμφανίζονται δίπλα στους παραδοσιακά σημαντικούς, όπως για παράδειγμα η πληροφορική. Η αναφορά ονομάτων επιστημόνων για τη σύγχρονη εποχή είναι προφανές ότι θα αδικήσει πολλούς, καθώς η ελληνική επιστημονική παραγωγή κατ’ αναλογία με τον πληθυσμό της χώρας έχει φτάσει σε υψηλά επίπεδα, τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά. Ειδική μνεία αξίζει να γίνει στους Έλληνες επιστήμονες που διαπρέπουν στους τομείς τους στις χώρες του εξωτερικού. Επομένως, μπορούμε να πούμε, εν κατακλείδι, ότι η πορεία που άρχισε στις 3 Μαΐου 1837 στο μικρό τότε ανεξάρτητο ελληνικό κράτος συνεχίζεται αδιαλείπτως με σκοπό την επιστημονική ανάπτυξη και την ισότιμη παρουσία της Ελλάδας στη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Υποσημείωση 1. Το Γλυτζούνι είναι το πρώτο βιβλίο αριθμητικής που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, με πολλές εκδόσεις από το 16ο αιώνα μέχρι και το 19ο. 1 Το κτίριο της Ακαδημίας Αθηνών (φωτ. Όθωνα Τσουνάκου). Αρχιμήδης Το κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών στα Προπύλαια. Το Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων (φωτ. ΑΠΕ). Το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (φωτ. Όθωνα Τσουνάκου).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Τυπάλδος — Επώνυμο ευγενούς οικογένειας της Κεφαλονιάς, που καταγόταν από τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στο νησί τον 8o αι. Από τον 15o αι. πολλά μέλη της οικογένειας αυτής, που διαιρέθηκε σε πολυάριθμους κλάδους, άρχισαν να καταλαμβάνουν ανώτατα δημόσια… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …   Dictionary of Greek

  • Βούλγαρις, Ευγένιος — (Κέρκυρα 1716 – Πετρούπολη, Ρωσία 1806). Λόγιος και μέγας διδάσκαλος του γένους. Σπούδασε αρχικά στην Κέρκυρα, στην Άρτα και στα Ιωάννινα, κοντά στους πιο φημισμένους δασκάλους του καιρού του. Αργότερα πήγε στην Πάντοβα της Ιταλίας για ευρύτερες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”